Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γνυπτεῖν ἀσθενεῖν

См. также в других словарях:

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»